- επισιτισις
- ἐπισίτισιςἐπισίτῐσις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπισίτισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίτισιν — ἐπισίτισις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισίτιση — η (AM ἐπισίτισις) [επισιτώ] προμήθεια τροφών … Dictionary of Greek